- επικυκλώ
- ἐπικυκλῶ, -έω (AM)(αμτβ.) έρχομαι διαδοχικά («ἐπὶ πῆμα καὶ χαρά κυκλοῡσι»)μσν.περικλείω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικύκλῳ — ἐπίκυκλος epicycle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπικυκλώ — κατεπικυκλῶ, όω (Μ) (επιτ. τ. τού επικυκλώ) κυκλώνω από παντού, πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κυκλῶ «περικλείω»] … Dictionary of Greek